Περιγραφή
Αναλυτική Παρουσίαση
Στη μελαγχολική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’50 στις θεσσαλικές πόλεις, για άτομα της δικής μου ευαισθησίας, υπήρχαν δύο επιλογές. Ή θα βούλιαζες μέσα στην κατάθλιψη και στην αδράνεια, ή θα οπλιζόσουνα με δύναμη για κάτι δημιουργικό. Διαλέγοντας τη δεύτερη επιλογή, δημιουργήθηκε με πολλή προσπάθεια το θαύμα της Χορωδίας Τρικάλων. Παράδειγμα και ερέθισμα και για άλλες μικρές ή μεγάλες πόλεις. Με τις χορωδιακές μου διασκευές στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη γεννήθηκε κάτι καινούργιο. Η μεταφορά του έντεχνου τραγουδιού σε χορωδιακή μορφή. Έτσι άρχισε ο μύθος της Χορωδίας Τρικάλων. (ΑΠΟ THN ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ) Η Τερψιχόρη Βολοβίνη – Παπαστεφάνου ήταν η ιδρύτρια της ιστορικής Χορωδίας Τρικάλων στα Τρίκαλα Θεσσαλίας την δεκαετία του 1950. Γεννήθηκε στον Βόλο το 1928 όπου και πήρε την πρώτη της μουσική παιδεία και τα πρώτα μαθήματα πιάνου. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της με δίπλωμα πιάνου και Ανωτέρων θεωρητικών στο Εθνικό Ωδείο στην Αθήνα. Με την προτροπή και στήριξη του Μανώλη Καλομοίρη εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα σε ηλικία 22 ετών όπου ίδρυσε παράρτημα του Εθνικού Ωδείου. Εκεί συνάντησε τον μελλοντικό σύζυγό της Λεωνίδα Παπαστεφάνου, δικηγόρο και αγωνιστή του ΕΑΜ, πολύτιμο συμπαραστάτη στην καλλιτεχνική της διαδρομή με τον οποίον απέκτησε μια κόρη, την πιανίστα Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου. Από τα πρώτα χρόνια στα Τρίκαλα είχε ιδρύσει δύο παιδικές χορωδίες, όπως γράφει η ίδια στο Βιβλίο της “Ο μύθος μιας Χορωδίας” – Εκδόσεις Προσκήνιο- η μία από παιδιά ηλικίας 7 – 11 ετών , η δεύτερη 11 – 15 ετών, μια ανδρική και μια μικτή,με σύνολο 150 πρόσωπα. Συχνά τα μέλη της Χορωδίας ήταν άνθρωποι χωρίς καμία μουσική κατάρτιση στους οποίους εμφυσούσε την αγάπη για τη μουσική και τους προσανατόλιζε στη μουσική παιδεία. (Ο μετέπειτα διάσημος βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος έκανε τα πρώτα του βήματα στη μουσική ως μέλος της Χορωδίας Τρικάλων). Ξεκίνησε διδάσκοντας απλά κλασσικά έργα και παράλληλα διασκεύαζε τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη για μικτή χορωδία. Γράφει η ίδια:’Ήταν ένα “θαύμα” κοιταγμένο πολύπλευρα. Για τις γενικές πρόβες μάς είχαν παραχωρήσει ένα παμπάλαιο σχολείο χωρίς θέρμανση, με ελάχιστο φωτισμό. Φορτωνόμαστε κάθε βράδυ σακούλες με ξύλα, για ν’ ανάψουμε κάτι άθλιες σόμπες που κάπνιζαν φρικτά. Ο ενθουσιασμός μας και το κέφι μας, μας κάνανε να μην αισθανόμαστε την κούραση και τα εμπόδια, προβλήματα επίσης που μας δημιουργούσαν μερικοί. Άλλοι γιατί είχαν κάποια καλλιτεχνικά απωθημένα και απέτυχαν στην προσπάθειά τους, κι άλλοι (όταν μάλιστα άρχισε η εποχή Θεοδωράκη) για πολιτικούς λόγους, άλλωστε κι ο άνδρας μου ήταν γνωστός αντιστασιακός. Θυμάμαι κάποιο βράδυ με βαρύ χειμώνα, να γλιστράμε φορτωμένοι με τα ξύλα στο παγωμένο χιόνι και φτάνοντας να βρούμε την πόρτα του σχολείου κλειστή με λουκέτο. Ψάξαμε στη γειτονιά και βρήκαμε κάποιο εργαλείο για να την ανοίξουμε. Πάντοτε θυμάμαι με συγκίνηση τις παγωμένες αυτές βραδιές, που ορισμένοι χορωδοί ερχόντουσαν κατ’ ευθείαν από την κουραστική δουλειά τους, κρατώντας στο παγωμένο χέρι τους ένα γιαούρτι, μοναδικό γεύμα για να πάρουν λίγη δύναμη. Όμως η πρόβα όλους τους εμψύχωνε. Ποτέ δεν παρουσιάστηκαν προβλήματα στην απόδοσή τους… Οι χορωδοί αυτοί, παιδιά άσχετα σε κάθε έννοια μουσικής γνώσης, ρούφαγαν σαν σφουγγάρι και μάθαιναν, με το αυτί που λένε, έργα κλασικά πολύ δύσκολα και φολκλορικά όλων των χωρών καθώς και νέγρικα… Ήταν μια τεράστια προσπάθεια που, ξεκινώντας την, έμπαινες όλο σε νέους δύσκολους δρόμους, γιατί αυτά τα έργα θέλουν ορχήστρες. Στα Τρίκαλα δεν υπήρχε ορχήστρα. Μόνο η μπάντα του στρατού. Από εκεί παίρναμε τα πνευστά. Τα έγχορδα από τη Λάρισα, το Βόλο, τη Θεσσαλονίκη. Τα έξοδα δικά μου και οι πρόβες στους ίδιους ιδανικούς χώρους. Όμως το αποτέλεσμα ήταν όμορφο, ο ενθουσιασμός μας μεγάλος και οι κριτικές ενθουσιώδεις». |